Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
διάτονος
διατοξεία
View word page
διατμέω
evaporate
ShortDef
evaporate
Debugging
Headword:
διατμέω
Headword (normalized):
διατμέω
Headword (normalized/stripped):
διατμεω
IDX:
22190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22191
Key:
Data
{'content': 'evaporate'}