Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
διάτονος
View word page
διατλῆναι
endure, suffer
ShortDef
endure, suffer
Debugging
Headword:
διατλῆναι
Headword (normalized):
διατλῆναι
Headword (normalized/stripped):
διατληναι
IDX:
22189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22190
Key:
Data
{'content': 'endure, suffer'}