Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
διατονόομαι
View word page
διατιτρώσκω
pierce through, transfix

ShortDef

pierce through, transfix

Debugging

Headword:
διατιτρώσκω
Headword (normalized):
διατιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
διατιτρωσκω
IDX:
22188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22189
Key:

Data

{'content': 'pierce through, transfix'}