Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
διατόναιον
View word page
διατίτρημι
bore through, perforate

ShortDef

bore through, perforate

Debugging

Headword:
διατίτρημι
Headword (normalized):
διατίτρημι
Headword (normalized/stripped):
διατιτρημι
IDX:
22187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22188
Key:

Data

{'content': 'bore through, perforate'}