Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
διατομή
View word page
διατινθαλέος
boiling hot

ShortDef

boiling hot

Debugging

Headword:
διατινθαλέος
Headword (normalized):
διατινθαλέος
Headword (normalized/stripped):
διατινθαλεος
IDX:
22186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22187
Key:

Data

{'content': 'boiling hot'}