Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
διάτοιχος
View word page
διατινάσσω
to shake asunder, shake to pieces

ShortDef

to shake asunder, shake to pieces

Debugging

Headword:
διατινάσσω
Headword (normalized):
διατινάσσω
Headword (normalized/stripped):
διατινασσω
IDX:
22185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22186
Key:

Data

{'content': 'to shake asunder, shake to pieces'}