Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
διατμητέον
διατμίζω
View word page
διατιμητής
appraiser, valuer

ShortDef

appraiser, valuer

Debugging

Headword:
διατιμητής
Headword (normalized):
διατιμητής
Headword (normalized/stripped):
διατιμητης
IDX:
22184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22185
Key:

Data

{'content': 'appraiser, valuer'}