Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
διάτμημα
View word page
διατιμάω
to continue to dishonour

ShortDef

to continue to dishonour

Debugging

Headword:
διατιμάω
Headword (normalized):
διατιμάω
Headword (normalized/stripped):
διατιμαω
IDX:
22182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22183
Key:

Data

{'content': 'to continue to dishonour'}