Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
διατμέω
διατμήγω
View word page
διάτιλμα
a portion plucked off

ShortDef

a portion plucked off

Debugging

Headword:
διάτιλμα
Headword (normalized):
διάτιλμα
Headword (normalized/stripped):
διατιλμα
IDX:
22181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22182
Key:

Data

{'content': 'a portion plucked off'}