Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
διατλῆναι
View word page
διατιλάω
pass excrements
ShortDef
pass excrements
Debugging
Headword:
διατιλάω
Headword (normalized):
διατιλάω
Headword (normalized/stripped):
διατιλαω
IDX:
22179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22180
Key:
Data
{'content': 'pass excrements'}