Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατίτρημι
διατιτρώσκω
View word page
διατίθημι
to place separately, arrange

ShortDef

to place separately, arrange

Debugging

Headword:
διατίθημι
Headword (normalized):
διατίθημι
Headword (normalized/stripped):
διατιθημι
IDX:
22178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22179
Key:

Data

{'content': 'to place separately, arrange'}