Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
διατίμησις
διατιμητής
View word page
διατηρέω
to watch closely, observe

ShortDef

to watch closely, observe

Debugging

Headword:
διατηρέω
Headword (normalized):
διατηρέω
Headword (normalized/stripped):
διατηρεω
IDX:
22174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22175
Key:

Data

{'content': 'to watch closely, observe'}