Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατιμάω
View word page
διατήκω
to melt, soften by heat

ShortDef

to melt, soften by heat

Debugging

Headword:
διατήκω
Headword (normalized):
διατήκω
Headword (normalized/stripped):
διατηκω
IDX:
22172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22173
Key:

Data

{'content': 'to melt, soften by heat'}