Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
View word page
διατετραίνω
to bore through, make a hole in
ShortDef
to bore through, make a hole in
Debugging
Headword:
διατετραίνω
Headword (normalized):
διατετραίνω
Headword (normalized/stripped):
διατετραινω
IDX:
22171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22172
Key:
Data
{'content': 'to bore through, make a hole in'}