Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
View word page
διατετηρημένως
carefully

ShortDef

carefully

Debugging

Headword:
διατετηρημένως
Headword (normalized):
διατετηρημένως
Headword (normalized/stripped):
διατετηρημενως
IDX:
22170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22171
Key:

Data

{'content': 'carefully'}