Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
διατιλάω
View word page
διατεταμένως
with might and main, earnestly
ShortDef
with might and main, earnestly
Debugging
Headword:
διατεταμένως
Headword (normalized):
διατεταμένως
Headword (normalized/stripped):
διατεταμενως
IDX:
22169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22170
Key:
Data
{'content': 'with might and main, earnestly'}