Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατίθημι
View word page
διατέρπομαι
take one's pleasure with

ShortDef

take one's pleasure with

Debugging

Headword:
διατέρπομαι
Headword (normalized):
διατέρπομαι
Headword (normalized/stripped):
διατερπομαι
IDX:
22168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22169
Key:

Data

{'content': "take one's pleasure with"}