Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
View word page
διατενής
tending

ShortDef

tending

Debugging

Headword:
διατενής
Headword (normalized):
διατενής
Headword (normalized/stripped):
διατενης
IDX:
22167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22168
Key:

Data

{'content': 'tending'}