Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
View word page
διατέμνω
to cut through, cut in twain, dissever

ShortDef

to cut through, cut in twain, dissever

Debugging

Headword:
διατέμνω
Headword (normalized):
διατέμνω
Headword (normalized/stripped):
διατεμνω
IDX:
22166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22167
Key:

Data

{'content': 'to cut through, cut in twain, dissever'}