Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
View word page
διατελής
continuous, incessant

ShortDef

continuous, incessant

Debugging

Headword:
διατελής
Headword (normalized):
διατελής
Headword (normalized/stripped):
διατελης
IDX:
22165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22166
Key:

Data

{'content': 'continuous, incessant'}