Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
View word page
διατελέω
(w. pple.) continually...; to bring quite to an end, accomplish
ShortDef
(w. pple.) continually...; to bring quite to an end, accomplish
Debugging
Headword:
διατελέω
Headword (normalized):
διατελέω
Headword (normalized/stripped):
διατελεω
IDX:
22164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22165
Key:
Data
{'content': '(w. pple.) continually...; to bring quite to an end, accomplish'}