Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
διάτηξις
View word page
διατελευτάω
to bring to fulfilment

ShortDef

to bring to fulfilment

Debugging

Headword:
διατελευτάω
Headword (normalized):
διατελευτάω
Headword (normalized/stripped):
διατελευταω
IDX:
22163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22164
Key:

Data

{'content': 'to bring to fulfilment'}