Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
διατήκω
View word page
διατεκμαίρομαι
to mark out
ShortDef
to mark out
Debugging
Headword:
διατεκμαίρομαι
Headword (normalized):
διατεκμαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
διατεκμαιρομαι
IDX:
22162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22163
Key:
Data
{'content': 'to mark out'}