Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετραίνω
View word page
διατειχισμός
fortifying

ShortDef

fortifying

Debugging

Headword:
διατειχισμός
Headword (normalized):
διατειχισμός
Headword (normalized/stripped):
διατειχισμος
IDX:
22161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22162
Key:

Data

{'content': 'fortifying'}