Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
διατετηρημένως
View word page
διατείχισμα
a place walled off and fortified
ShortDef
a place walled off and fortified
Debugging
Headword:
διατείχισμα
Headword (normalized):
διατείχισμα
Headword (normalized/stripped):
διατειχισμα
IDX:
22160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22161
Key:
Data
{'content': 'a place walled off and fortified'}