Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατεταμένως
View word page
διατείχισις
wall building

ShortDef

wall building

Debugging

Headword:
διατείχισις
Headword (normalized):
διατείχισις
Headword (normalized/stripped):
διατειχισις
IDX:
22159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22160
Key:

Data

{'content': 'wall building'}