Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰνολέων
αἰνόλινος
αἰνολόγος
αἰνόλυκος
αἰνομανής
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
Αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνοπέλωρος
αἰνοπλήξ
αἰνοποιέω
αἶνος
Αἶνος
αἰνός
ἄϊνος
αἰνοτάλας
αἰνοτίταν
αἰνότλητος
αἰνοτόκεια
αἰνοτόκος
View word page
αἰνοπλήξ
with dire sting
ShortDef
with dire sting
Debugging
Headword:
αἰνοπλήξ
Headword (normalized):
αἰνοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
αινοπληξ
IDX:
2215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2216
Key:
Data
{'content': 'with dire sting'}