Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
View word page
διατειχίζω
to cut off and fortify by a wall

ShortDef

to cut off and fortify by a wall

Debugging

Headword:
διατειχίζω
Headword (normalized):
διατειχίζω
Headword (normalized/stripped):
διατειχιζω
IDX:
22158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22159
Key:

Data

{'content': 'to cut off and fortify by a wall'}