Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
View word page
διατείνω
to stretch to the uttermost

ShortDef

to stretch to the uttermost

Debugging

Headword:
διατείνω
Headword (normalized):
διατείνω
Headword (normalized/stripped):
διατεινω
IDX:
22157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22158
Key:

Data

{'content': 'to stretch to the uttermost'}