Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
View word page
διατεθρυμμένως
weakly

ShortDef

weakly

Debugging

Headword:
διατεθρυμμένως
Headword (normalized):
διατεθρυμμένως
Headword (normalized/stripped):
διατεθρυμμενως
IDX:
22156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22157
Key:

Data

{'content': 'weakly'}