Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
View word page
διαταφρεύω
to fortify by a ditch

ShortDef

to fortify by a ditch

Debugging

Headword:
διαταφρεύω
Headword (normalized):
διαταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
διαταφρευω
IDX:
22155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22156
Key:

Data

{'content': 'to fortify by a ditch'}