Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
View word page
διατατικός
on the stretch, urgent

ShortDef

on the stretch, urgent

Debugging

Headword:
διατατικός
Headword (normalized):
διατατικός
Headword (normalized/stripped):
διατατικος
IDX:
22154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22155
Key:

Data

{'content': 'on the stretch, urgent'}