Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
View word page
διατάσσω
to appoint
ShortDef
to appoint
Debugging
Headword:
διατάσσω
Headword (normalized):
διατάσσω
Headword (normalized/stripped):
διατασσω
IDX:
22153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22154
Key:
Data
{'content': 'to appoint'}