Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
View word page
διάτασις
tension
ShortDef
tension
Debugging
Headword:
διάτασις
Headword (normalized):
διάτασις
Headword (normalized/stripped):
διατασις
IDX:
22152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22153
Key:
Data
{'content': 'tension'}