Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
διατείχισμα
διατειχισμός
View word page
διαταραχή
disturbance

ShortDef

disturbance

Debugging

Headword:
διαταραχή
Headword (normalized):
διαταραχή
Headword (normalized/stripped):
διαταραχη
IDX:
22151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22152
Key:

Data

{'content': 'disturbance'}