Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισις
View word page
διάταξις
disposition, arrangement

ShortDef

disposition, arrangement

Debugging

Headword:
διάταξις
Headword (normalized):
διάταξις
Headword (normalized/stripped):
διαταξις
IDX:
22149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22150
Key:

Data

{'content': 'disposition, arrangement'}