Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
View word page
διαταξίαρχος
assigner of offices, official of guild of βουκόλοι
ShortDef
assigner of offices, official of guild of βουκόλοι
Debugging
Headword:
διαταξίαρχος
Headword (normalized):
διαταξίαρχος
Headword (normalized/stripped):
διαταξιαρχος
IDX:
22148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22149
Key:
Data
{'content': 'assigner of offices, official of guild of βουκόλοι'}