Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
View word page
διαταλαντόομαι
swing to and fro

ShortDef

swing to and fro

Debugging

Headword:
διαταλαντόομαι
Headword (normalized):
διαταλαντόομαι
Headword (normalized/stripped):
διαταλαντοομαι
IDX:
22146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22147
Key:

Data

{'content': 'swing to and fro'}