Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
View word page
διατακτικός
capable of ordering, arranging

ShortDef

capable of ordering, arranging

Debugging

Headword:
διατακτικός
Headword (normalized):
διατακτικός
Headword (normalized/stripped):
διατακτικος
IDX:
22145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22146
Key:

Data

{'content': 'capable of ordering, arranging'}