Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταραχή
διάτασις
διατάσσω
View word page
διατακτέω
issue a decree
ShortDef
issue a decree
Debugging
Headword:
διατακτέω
Headword (normalized):
διατακτέω
Headword (normalized/stripped):
διατακτεω
IDX:
22143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22144
Key:
Data
{'content': 'issue a decree'}