Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
διάταξις
View word page
διάταγμα
ordinance, edict
ShortDef
ordinance, edict
Debugging
Headword:
διάταγμα
Headword (normalized):
διάταγμα
Headword (normalized/stripped):
διαταγμα
IDX:
22139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22140
Key:
Data
{'content': 'ordinance, edict'}