Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διαταξίαρχος
View word page
διαταγή
an ordinance

ShortDef

an ordinance

Debugging

Headword:
διαταγή
Headword (normalized):
διαταγή
Headword (normalized/stripped):
διαταγη
IDX:
22138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22139
Key:

Data

{'content': 'an ordinance'}