Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
View word page
διαταγεύω
to arrange
ShortDef
to arrange
Debugging
Headword:
διαταγεύω
Headword (normalized):
διαταγεύω
Headword (normalized/stripped):
διαταγευω
IDX:
22137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22138
Key:
Data
{'content': 'to arrange'}