Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διαταλαντόομαι
View word page
διασώχω
rub to pieces
ShortDef
rub to pieces
Debugging
Headword:
διασώχω
Headword (normalized):
διασώχω
Headword (normalized/stripped):
διασωχω
IDX:
22136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22137
Key:
Data
{'content': 'rub to pieces'}