Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
View word page
διασωστικός
preservative
ShortDef
preservative
Debugging
Headword:
διασωστικός
Headword (normalized):
διασωστικός
Headword (normalized/stripped):
διασωστικος
IDX:
22135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22136
Key:
Data
{'content': 'preservative'}