Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
View word page
διασωστής
policeman
ShortDef
policeman
Debugging
Headword:
διασωστής
Headword (normalized):
διασωστής
Headword (normalized/stripped):
διασωστης
IDX:
22134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22135
Key:
Data
{'content': 'policeman'}