Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
διατακτέω
View word page
διασωστέον
one must maintain

ShortDef

one must maintain

Debugging

Headword:
διασωστέον
Headword (normalized):
διασωστέον
Headword (normalized/stripped):
διασωστεον
IDX:
22133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22134
Key:

Data

{'content': 'one must maintain'}