Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
διατακτέον
View word page
διασωπάω
keep silent about
ShortDef
keep silent about
Debugging
Headword:
διασωπάω
Headword (normalized):
διασωπάω
Headword (normalized/stripped):
διασωπαω
IDX:
22132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22133
Key:
Data
{'content': 'keep silent about'}