Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
διάτακτα
View word page
διασωματίζω
dismember
ShortDef
dismember
Debugging
Headword:
διασωματίζω
Headword (normalized):
διασωματίζω
Headword (normalized/stripped):
διασωματιζω
IDX:
22131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22132
Key:
Data
{'content': 'dismember'}