Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματικός
View word page
διασῴζω
to preserve through

ShortDef

to preserve through

Debugging

Headword:
διασῴζω
Headword (normalized):
διασῴζω
Headword (normalized/stripped):
διασωζω
IDX:
22130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22131
Key:

Data

{'content': 'to preserve through'}